Νίκα — Νίκᾱ , Νίκη victory fem nom/voc/acc dual Νίκᾱ , Νίκη victory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκα — το (Μ νίκα) 1. σύνθημα τών στασιαστών κατά τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού το έτος 532 μ.Χ. 2. φρ. «στάση τού νίκα» η επανάσταση που εξερράγη το 532 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη κατά τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής… … Dictionary of Greek
Νίκᾳ — Νίκαι , Νίκη victory fem nom/voc pl Νίκᾱͅ , Νίκη victory fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… … Dictionary of Greek
νικᾶ — νῑκᾶ , νικάω conquer pres subj act 1st sg (doric aeolic) νῑκᾶ , νικάω conquer pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικᾷ — νῑκᾷ , νικάω conquer pres subj mp 2nd sg νῑκᾷ , νικάω conquer pres ind mp 2nd sg (epic) νῑκᾷ , νικάω conquer pres subj act 3rd sg νῑκᾷ , νικάω conquer pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκᾳ — νί̱κᾱͅ , νίκη victory fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικᾷ τὴν εἰσκομιδὴν ἡ δαπάνη. — См. Овчинка выделки не стоит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Νίκας — Νίκᾱς , Νίκη victory fem acc pl Νίκᾱς , Νίκη victory fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκαν — Νίκᾱν , Νίκη victory fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)